ἀδάματος

ἀδάματος
ἀδάμ-ᾰτος, ον,
A = ἀδάμαστος, unconquered, A.Ch.54, Th.233, S.OT205, etc.: of females, unwedded, S.Aj.450; untamed,

μόσχος ἀ. πέσημα δίκε E. Ph.640

.—Trag. word, always in lyr. (exc. S.Aj.l.c); restored by Elmsl. for ἀδάμαντος or -αστος of codd. [suff] ἀδαμ-άτωρ, , epith. of Hecate, PMag.Par.1.2717.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδάματος — ἀδάματος, ον (Α) [δαμῶ] 1. ακατανίκητος, ακατάβλητος 2. (για γυναίκες) ανύπαντρη 3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε …   Dictionary of Greek

  • ἀδάματος — unconquered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάματον — ἀδάματος unconquered masc/fem acc sg ἀδάματος unconquered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαμάτοις — ἀδάματος unconquered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάματ' — ἀδάματα , ἀδάματος unconquered neut nom/voc/acc pl ἀδάματε , ἀδάματος unconquered masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”